Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
View word page
πηγίον
spring
ShortDef
spring
Debugging
Headword:
πηγίον
Headword (normalized):
πηγίον
Headword (normalized/stripped):
πηγιον
IDX:
69807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69808
Key:
Data
{'content': 'spring'}