Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
View word page
πηγιμαῖος
from a spring
ShortDef
from a spring
Debugging
Headword:
πηγιμαῖος
Headword (normalized):
πηγιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
πηγιμαιος
IDX:
69806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69807
Key:
Data
{'content': 'from a spring'}