Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
View word page
πηγή
running waters, streams

ShortDef

running waters, streams

Debugging

Headword:
πηγή
Headword (normalized):
πηγή
Headword (normalized/stripped):
πηγη
IDX:
69805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69806
Key:

Data

{'content': 'running waters, streams'}