Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
View word page
πηγεσίμαλλος
thick-fleeced

ShortDef

thick-fleeced

Debugging

Headword:
πηγεσίμαλλος
Headword (normalized):
πηγεσίμαλλος
Headword (normalized/stripped):
πηγεσιμαλλος
IDX:
69804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69805
Key:

Data

{'content': 'thick-fleeced'}