Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄγρα
Ἀγραϊκός
Ἀγραῖος
ἀγραῖος
Ἀγραΐς
ἀγραμματία
ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
View word page
ἀγραυλής
in the fields, out of doors
ShortDef
in the fields, out of doors
Debugging
Headword:
ἀγραυλής
Headword (normalized):
ἀγραυλής
Headword (normalized/stripped):
αγραυλης
IDX:
697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-698
Key:
Data
{'content': 'in the fields, out of doors'}