Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
View word page
πηγανόσπερμον
rue-seed

ShortDef

rue-seed

Debugging

Headword:
πηγανόσπερμον
Headword (normalized):
πηγανόσπερμον
Headword (normalized/stripped):
πηγανοσπερμον
IDX:
69798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69799
Key:

Data

{'content': 'rue-seed'}