Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
View word page
πήγανον
rue
ShortDef
rue
Debugging
Headword:
πήγανον
Headword (normalized):
πήγανον
Headword (normalized/stripped):
πηγανον
IDX:
69797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69798
Key:
Data
{'content': 'rue'}