Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
View word page
πηγανίτης
flavoured with rue

ShortDef

flavoured with rue

Debugging

Headword:
πηγανίτης
Headword (normalized):
πηγανίτης
Headword (normalized/stripped):
πηγανιτης
IDX:
69795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69796
Key:

Data

{'content': 'flavoured with rue'}