Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
View word page
πηγανηρά
rueplaster

ShortDef

rueplaster

Debugging

Headword:
πηγανηρά
Headword (normalized):
πηγανηρά
Headword (normalized/stripped):
πηγανηρα
IDX:
69792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69793
Key:

Data

{'content': 'rueplaster'}