Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
View word page
πηγανέλαιον
oil of rue
ShortDef
oil of rue
Debugging
Headword:
πηγανέλαιον
Headword (normalized):
πηγανέλαιον
Headword (normalized/stripped):
πηγανελαιον
IDX:
69791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69792
Key:
Data
{'content': 'oil of rue'}