Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
View word page
πηγαῖος
of or from a spring, well

ShortDef

of or from a spring, well

Debugging

Headword:
πηγαῖος
Headword (normalized):
πηγαῖος
Headword (normalized/stripped):
πηγαιος
IDX:
69790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69791
Key:

Data

{'content': 'of or from a spring, well'}