Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
View word page
Πηγαί
Pegae
ShortDef
Pegae
Debugging
Headword:
Πηγαί
Headword (normalized):
πηγαί
Headword (normalized/stripped):
πηγαι
IDX:
69789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69790
Key:
Data
{'content': 'Pegae'}