Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
View word page
πηγάζω
to spring

ShortDef

to spring

Debugging

Headword:
πηγάζω
Headword (normalized):
πηγάζω
Headword (normalized/stripped):
πηγαζω
IDX:
69788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69789
Key:

Data

{'content': 'to spring'}