Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
πηγανόεις
View word page
πῃ
in some way, somehow

ShortDef

in some way, somehow

Debugging

Headword:
πῃ
Headword (normalized):
πῃ
Headword (normalized/stripped):
πη
IDX:
69786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69787
Key:

Data

{'content': 'in some way, somehow'}