Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγανίτης
View word page
πῆ
[Dor. in what way? how?]

ShortDef

[Dor. in what way? how?]

Debugging

Headword:
πῆ
Headword (normalized):
πῆ
Headword (normalized/stripped):
πη
IDX:
69785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69786
Key:

Data

{'content': '[Dor. in what way? how?]'}