Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
View word page
πη
[Dor. in some way, somehow]
ShortDef
[Dor. in some way, somehow]
Debugging
Headword:
πη
Headword (normalized):
πη
Headword (normalized/stripped):
πη
IDX:
69784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69785
Key:
Data
{'content': '[Dor. in some way, somehow]'}