Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
View word page
πεώδης
with a large member
ShortDef
with a large member
Debugging
Headword:
πεώδης
Headword (normalized):
πεώδης
Headword (normalized/stripped):
πεωδης
IDX:
69783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69784
Key:
Data
{'content': 'with a large member'}