Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
View word page
πέψις
softening, ripening
ShortDef
softening, ripening
Debugging
Headword:
πέψις
Headword (normalized):
πέψις
Headword (normalized/stripped):
πεψις
IDX:
69782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69783
Key:
Data
{'content': 'softening, ripening'}