Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
πηγανέλαιον
View word page
πεφυρμένως
confusedly

ShortDef

confusedly

Debugging

Headword:
πεφυρμένως
Headword (normalized):
πεφυρμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφυρμενως
IDX:
69781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69782
Key:

Data

{'content': 'confusedly'}