Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
πηγαῖος
View word page
πεφυλαγμένως
cautiously
ShortDef
cautiously
Debugging
Headword:
πεφυλαγμένως
Headword (normalized):
πεφυλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφυλαγμενως
IDX:
69780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69781
Key:
Data
{'content': 'cautiously'}