Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
πηγάζω
Πηγαί
View word page
πεφυκότως
naturally
ShortDef
naturally
Debugging
Headword:
πεφυκότως
Headword (normalized):
πεφυκότως
Headword (normalized/stripped):
πεφυκοτως
IDX:
69779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69780
Key:
Data
{'content': 'naturally'}