Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
πῃ
πῇ
View word page
πεφρονημένως
thoughtfully
ShortDef
thoughtfully
Debugging
Headword:
πεφρονημένως
Headword (normalized):
πεφρονημένως
Headword (normalized/stripped):
πεφρονημενως
IDX:
69777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69778
Key:
Data
{'content': 'thoughtfully'}