Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
πῆ
View word page
πεφραγμένως
guardedly

ShortDef

guardedly

Debugging

Headword:
πεφραγμένως
Headword (normalized):
πεφραγμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφραγμενως
IDX:
69775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69776
Key:

Data

{'content': 'guardedly'}