Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
πη
View word page
πεφοβημένως
timorously

ShortDef

timorously

Debugging

Headword:
πεφοβημένως
Headword (normalized):
πεφοβημένως
Headword (normalized/stripped):
πεφοβημενως
IDX:
69774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69775
Key:

Data

{'content': 'timorously'}