Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πέψις
πεώδης
View word page
πεφνεῖν
have killed

ShortDef

have killed

Debugging

Headword:
πεφνεῖν
Headword (normalized):
πεφνεῖν
Headword (normalized/stripped):
πεφνειν
IDX:
69773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69774
Key:

Data

{'content': 'have killed'}