Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
View word page
πεφεισμένως
sparingly, cautiously

ShortDef

sparingly, cautiously

Debugging

Headword:
πεφεισμένως
Headword (normalized):
πεφεισμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφεισμενως
IDX:
69771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69772
Key:

Data

{'content': 'sparingly, cautiously'}