Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
View word page
πευστής
asker, inquirer

ShortDef

asker, inquirer

Debugging

Headword:
πευστής
Headword (normalized):
πευστής
Headword (normalized/stripped):
πευστης
IDX:
69768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69769
Key:

Data

{'content': 'asker, inquirer'}