Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πεφρασμένως
View word page
πευστέον
one must inquire

ShortDef

one must inquire

Debugging

Headword:
πευστέον
Headword (normalized):
πευστέον
Headword (normalized/stripped):
πευστεον
IDX:
69766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69767
Key:

Data

{'content': 'one must inquire'}