Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
πεφοβημένως
View word page
πευκών
pine-forest

ShortDef

pine-forest

Debugging

Headword:
πευκών
Headword (normalized):
πευκών
Headword (normalized/stripped):
πευκων
IDX:
69764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69765
Key:

Data

{'content': 'pine-forest'}