Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
Πεφναῖος
πεφνεῖν
View word page
πεύκινος
of, from, or made of pine or pine wood
ShortDef
of, from, or made of pine or pine wood
Debugging
Headword:
πεύκινος
Headword (normalized):
πεύκινος
Headword (normalized/stripped):
πευκινος
IDX:
69763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69764
Key:
Data
{'content': 'of, from, or made of pine or pine wood'}