Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
πεφεισμένως
View word page
πευκήεις
of pine
ShortDef
of pine
Debugging
Headword:
πευκήεις
Headword (normalized):
πευκήεις
Headword (normalized/stripped):
πευκηεις
IDX:
69761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69762
Key:
Data
{'content': 'of pine'}