Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πεφάσθαι
View word page
πεύκη
the pine

ShortDef

the pine

Debugging

Headword:
πεύκη
Headword (normalized):
πεύκη
Headword (normalized/stripped):
πευκη
IDX:
69760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69761
Key:

Data

{'content': 'the pine'}