Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
View word page
Πευκεΐδης
son of Peuceus

ShortDef

son of Peuceus

Debugging

Headword:
Πευκεΐδης
Headword (normalized):
πευκεΐδης
Headword (normalized/stripped):
πευκειδης
IDX:
69759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69760
Key:

Data

{'content': 'son of Peuceus'}