Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
πευστήριος
View word page
πευκέδανον
sulphur-wort, Peucedanum officinale
ShortDef
sulphur-wort, Peucedanum officinale
Debugging
Headword:
πευκέδανον
Headword (normalized):
πευκέδανον
Headword (normalized/stripped):
πευκεδανον
IDX:
69757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69758
Key:
Data
{'content': 'sulphur-wort, Peucedanum officinale'}