Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
πευστέον
View word page
πευκάλιμος
in wise, prudent, sagacious

ShortDef

in wise, prudent, sagacious

Debugging

Headword:
πευκάλιμος
Headword (normalized):
πευκάλιμος
Headword (normalized/stripped):
πευκαλιμος
IDX:
69756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69757
Key:

Data

{'content': 'in wise, prudent, sagacious'}