Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
πεῦσις
View word page
πεύκα
pine tree

ShortDef

pine tree

Debugging

Headword:
πεύκα
Headword (normalized):
πεύκα
Headword (normalized/stripped):
πευκα
IDX:
69755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69756
Key:

Data

{'content': 'pine tree'}