Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πευκών
View word page
πευθώ
tidings, news

ShortDef

tidings, news

Debugging

Headword:
πευθώ
Headword (normalized):
πευθώ
Headword (normalized/stripped):
πευθω
IDX:
69754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69755
Key:

Data

{'content': 'tidings, news'}