Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
View word page
πευθήν
an inquirer, spy
ShortDef
an inquirer, spy
Debugging
Headword:
πευθήν
Headword (normalized):
πευθήν
Headword (normalized/stripped):
πευθην
IDX:
69753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69754
Key:
Data
{'content': 'an inquirer, spy'}