Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
πευκήεις
View word page
πετρών
rocky
ShortDef
rocky
Debugging
Headword:
πετρών
Headword (normalized):
πετρών
Headword (normalized/stripped):
πετρων
IDX:
69751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69752
Key:
Data
{'content': 'rocky'}