Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
πεύκη
View word page
πέτρωμα
mass of stone
ShortDef
mass of stone
Debugging
Headword:
πέτρωμα
Headword (normalized):
πέτρωμα
Headword (normalized/stripped):
πετρωμα
IDX:
69750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69751
Key:
Data
{'content': 'mass of stone'}