Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
πευκέδανον
πευκεδανός
Πευκεΐδης
View word page
πετρώεις
haunting rocks

ShortDef

haunting rocks

Debugging

Headword:
πετρώεις
Headword (normalized):
πετρώεις
Headword (normalized/stripped):
πετρωεις
IDX:
69749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69750
Key:

Data

{'content': 'haunting rocks'}