Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφονέω
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδρόφρων
ἀνδροφυής
ἀνδροφυκτίς
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
Ἄνδρων
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνυμικόν
ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
View word page
ἀνδρώδης
like a man, manly
ShortDef
like a man, manly
Debugging
Headword:
ἀνδρώδης
Headword (normalized):
ἀνδρώδης
Headword (normalized/stripped):
ανδρωδης
IDX:
6974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6975
Key:
Data
{'content': 'like a man, manly'}