Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
πεύκα
πευκάλιμος
View word page
πετροφυής
clinging to rock

ShortDef

clinging to rock

Debugging

Headword:
πετροφυής
Headword (normalized):
πετροφυής
Headword (normalized/stripped):
πετροφυης
IDX:
69746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69747
Key:

Data

{'content': 'clinging to rock'}