Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
πετρών
πεττεία
πευθήν
πευθώ
View word page
πετροσέλινον
parsley, Petroselinum sativum
ShortDef
parsley, Petroselinum sativum
Debugging
Headword:
πετροσέλινον
Headword (normalized):
πετροσέλινον
Headword (normalized/stripped):
πετροσελινον
IDX:
69744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69745
Key:
Data
{'content': 'parsley, Petroselinum sativum'}