Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
πέτρωμα
View word page
πετρόρυτος
flowing from a rock

ShortDef

flowing from a rock

Debugging

Headword:
πετρόρυτος
Headword (normalized):
πετρόρυτος
Headword (normalized/stripped):
πετρορυτος
IDX:
69740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69741
Key:

Data

{'content': 'flowing from a rock'}