Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
πετρόω
πετρώδης
πετρώεις
View word page
πετρορριφής
hurled from a rock

ShortDef

hurled from a rock

Debugging

Headword:
πετρορριφής
Headword (normalized):
πετρορριφής
Headword (normalized/stripped):
πετρορριφης
IDX:
69739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69740
Key:

Data

{'content': 'hurled from a rock'}