Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
Πέτρος
πετροσελινίτης
πετροσέλινον
πετροτόμος
πετροφυής
View word page
πετρολάπαθον
rocksorrel

ShortDef

rocksorrel

Debugging

Headword:
πετρολάπαθον
Headword (normalized):
πετρολάπαθον
Headword (normalized/stripped):
πετρολαπαθον
IDX:
69736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69737
Key:

Data

{'content': 'rocksorrel'}