Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
πέτρος
View word page
πετροκατοίκητος
having its abode in the rocks

ShortDef

having its abode in the rocks

Debugging

Headword:
πετροκατοίκητος
Headword (normalized):
πετροκατοίκητος
Headword (normalized/stripped):
πετροκατοικητος
IDX:
69731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69732
Key:

Data

{'content': 'having its abode in the rocks'}