Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
View word page
πετροβόλος
throwing stones, n. engine for throwing stones
ShortDef
throwing stones, n. engine for throwing stones
Debugging
Headword:
πετροβόλος
Headword (normalized):
πετροβόλος
Headword (normalized/stripped):
πετροβολος
IDX:
69730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69731
Key:
Data
{'content': 'throwing stones, n. engine for throwing stones'}