Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετροβόλος
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
View word page
πετροβολισμός
pelting with stones

ShortDef

pelting with stones

Debugging

Headword:
πετροβολισμός
Headword (normalized):
πετροβολισμός
Headword (normalized/stripped):
πετροβολισμος
IDX:
69728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69729
Key:

Data

{'content': 'pelting with stones'}